γέλοιο

γέλοιο
το смех;

έκρηξη γέλιου — взрыв или раскат смеха;

δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια — я не мог удержаться от смеха;

§ γνά γέλοιο — на смех, смеха ради;

γέλια και δάκρυα μαζό — смех сквозь слёзы;

σκά[ν]ω ( — или πεθαίνω, σβήνομαι) στα ( — или από τα) γέλια — помирать со смеху;

ξεκαρδίζομαι στα ( — или από τα) γέλια — или λύνομαι στα γέλια — хохотать до упаду, покатываться со смеху;

ξεσπάω στα γέλια — прыскать, разражаться смехом;

με πιάνουν τα γέλία — или μου έρχονται γέλια — меня разбирает смех;

του βγήκαν ξινά τα γέλια — он дорого заплатил за свой смех;

της ||αρασκευής τα γέλια το5 Σαββάτου κλάματα — погов, рано пташечка запела, как бы кошечка не съела;

γέλια αδιάκοπα ( — или ασταμάτητα) μυαλά κουρκουτιασμένα — погов. ≈ — смех без причины — признак дурачины;

κάλλιο της γης κατάλυμα παρά τού κόσμου γέλοιο — погов, лучше смерть, чем позор


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "γέλοιο" в других словарях:

  • γέλιο — το (Μ γέλιον, το) 1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, τού στόματος, τού προσώπου και με ηχηρές εκπνοές 2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν ανασάνω β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά»… …   Dictionary of Greek

  • γελοίος — α, ο (AM γελοῑος, α, ον, Α και γέλοιος, α, ον) 1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια 2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος 3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο η γελοιότητα αρχ. 1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • γελοιοποιώ — ( έω) 1. μεταβάλλω σε γελοίο κάτι σοβαρό, διακωμωδώ 2. (μέσ. παθ.) γελοιοποιούμαι γίνομαι γελοίος, ρεζιλεύομαι …   Dictionary of Greek

  • γελοιότητα — η (AM γελοιότης) [γελοίος] το να είναι κάποιος ή κάτι γελοίο …   Dictionary of Greek

  • γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… …   Dictionary of Greek

  • καθαρογραφώ — καθαρογραφώ, έω (Μ) γράφω καθαρά και ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γραφῶ (< γραφος*), πρβλ. γελοιο γραφώ, πλαστο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • κολλομελώ — κολλομελῶ, έω (Α) (κωμ. λ.) συνενώνω στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + μελῶ (< μέλος «τραγούδι»), πρβλ. γελοιο μελώ] …   Dictionary of Greek

  • μασκαράς — (I) ο (Μ μασκαράς) μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, προσωπιδοφόρος·* νεοελλ. ντυμένος ή βαμμένος με γελοίο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mascara]. (II) ο άνθρωπος ανήθικος και πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maskara < αραβ. maschara] …   Dictionary of Greek

  • μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκίζω — ΝΜΑ [πίθηκος] φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους νεοελλ. μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»